συγγραφικός

συγγραφικός
συγγρᾰφ-ικός, ή, όν,
A given to writing, esp. prose works, ποιητικὸς ἢ ξ. Luc.Merc.Cond.35, cf. Jul. Or.7.205b; of or in prose composition,

δεινότης Luc.Pisc.23

;

ἀρετὴ καὶ κακία Id.Hist.Conscr.42

; -ώτερον εἶδος more suited to prose, Men.Rh. p.411 S. Adv., -κῶς ἐρεῖν speak like a book, i.e. with great precision, Pl.Phd.102d; opp. ὑπομνηματικῶς, Gal.18(1).529.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συγγραφικός — given to writing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγραφικός — ή, ό / συγγραφικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγγραφή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγγραφή ή στον συγγραφέα (α. «συγγραφική ικανότητα» β. «...καὶ δεινότητος συγγραφικής», Λουκιαν.) νεοελλ. φρ. «συγγραφικά δικαιώματα» (νομ.) τα ηθικά και οικονομικά… …   Dictionary of Greek

  • συγγραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο συγγραφέα ή τη συγγραφή: Ανέπτυξε συγγραφική δραστηριότητα. – Πούλησε τα συγγραφικά δικαιώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγγραφικά — συγγραφικός given to writing neut nom/voc/acc pl συγγραφικά̱ , συγγραφικός given to writing fem nom/voc/acc dual συγγραφικά̱ , συγγραφικός given to writing fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγραφικώτερον — συγγραφικός given to writing adverbial comp συγγραφικός given to writing masc acc comp sg συγγραφικός given to writing neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγραφικόν — συγγραφικός given to writing masc acc sg συγγραφικός given to writing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγραφικαί — συγγραφικός given to writing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγραφικοῖς — συγγραφικός given to writing masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγραφικοῦ — συγγραφικός given to writing masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγραφικούς — συγγραφικός given to writing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγραφικῆς — συγγραφικός given to writing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”